- ύπερος
- Θηλυκό ανθικό όργανο των φυτών που φέρουν άνθη (Ανθόφυτα ή Φανερόγαμα). Οι ύ. θεωρούνται διαφοροποιημένα φύλλα (καρπόφυλλα), από τα οποία, με σύντηξη των άκρων τους, σχηματίζεται η ωοθήκη, ο στύλος και το στίγμα, τα οποία ως σύνολο αποτελούν το γυναικείο του άνθους. Τα μονογενή άνθη από τα οποία λείπουν οι στήμονες (το ανδρείον) και έχουν μόνο ύ., είναι θήλεα, ενώ αυτά που έχουν στήμονες και ύ. είναι αρρενοθήλεα ή ερμαφρόδιτα (άνθος).
* * *ο / ὕπερος, ΝΜΑ, και ύπερον, το, Ν, και ὕπερον, τὸ, ΜΑξύλινος ή σιδερένιος κόπανος επιχωματώσεωςνεοελλ.1. γουδοχέρι2. βοτ. α) μεμονωμένο καρπόφυλλοβ) ο γυναικώνας ενός άνθους, δηλαδή το σύνολο τών καρποφύλλων του, ανεξάρτητα αν αυτά συμφύονται ή όχιαρχ.1. καθετί που έχει το σχήμα τού κόπανου, όπως: α) κορύνη, ρόπαλοβ) ιατρ. μοχλός με τον οποίο επανέφεραν στη θέση τους εξαρθρωμένα μέληγ) είδος εντόμου, πηνίον*2. παροιμ. «ὑπέρου μοι περιτροπὴ γενήσεται»(κατά τον Φώτ.) λέγεται για ένα έργο ανώφελο ή ένα έργο που ποτέ δεν τελειώνει.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕπερος και ὕπερο(ν) ανάγονται στην πρόθεση ὑπέρ και έχουν σχηματιστεί ο μεν πρώτος κατά τα αρσ. σε -ος, ο δε δεύτερος, που είναι και συνηθέστερος, κατά τα ουδ. σε -ο(ν), πρβλ. και ὑπέρα].
Dictionary of Greek. 2013.